Ηγήμων

Ηγήμων
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Θάσιος (β’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Κωμικός ποιητής και ηθοποιός της αρχαίας αττικής κωμωδίας. Ονομάστηκε εφευρέτης της παρωδίας, με την έννοια ότι για πρώτη φορά τη χρησιμοποίησε ως ιδιαίτερη λογοτεχνική μορφή με δραματικό χαρακτήρα, για να την παρουσιάσει στους διονυσιακούς αγώνες και στα Παναθήναια. Η πιο σημαντική από τις παρωδίες του Η. υπήρξε η Γιγαντομαχία. Υπάρχουν διάφορα αποσπάσματα από τις παρωδίες του Η. και δύο από την κωμωδία του Φίλιννα. 2. Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός (4ος αι. π.Χ.). Κατηγορήθηκε ως μακεδονίζων, δικάστηκε μαζί με τον Φωκίωνα και άλλους και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ήπιε το κώνειο το 318 π.Χ. 3.Επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Στην Παλατινή Ανθολογία υπάρχει τετράστιχο επίγραμμά του, στο οποίο υμνείται η ανδρεία του Λεωνίδα και των συμπολεμιστών του στις Θερμοπύλες. Ο Η. ανήκει στη σχολή των επιγραμματοποιών εκείνων που επεδίωξαν να αναβιώσουν το παλιό δωρικό πολεμικό πνεύμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἡγημών — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡγήμων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡγήμονα — Ἡγήμων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡγήμονος — Ἡγήμων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hegemon — Hégémon  Pour l’article homophone, voir Hégémone. Hégémon de Thasos (Ἡγήμων ὁ Θάσος), vers 415 avant J. C., est un poète comique grec auteur de parodies. On sait très peu de choses de lui, sinon qu il s est illustré pendant la guerre du… …   Wikipédia en Français

  • Hégémon —  Pour l’article homophone, voir Hégémone. Hégémon de Thasos (Ἡγήμων ὁ Θάσος), vers 415 avant J. C., est un poète comique grec auteur de parodies. On sait très peu de choses de lui, sinon qu il s est illustré pendant la guerre du Péloponnèse …   Wikipédia en Français

  • εντάσσω — (AM ἐντάσσω και ἐντάττω) τοποθετώ κάτι ανάμεσα σε άλλα ή μέσα σε κάποιο σύνολο, εγγράφω, κατατάσσω («εντάσσονται εις το στράτευμα, εις τους εκλογικούς καταλόγους», «Ἡγήμων... ὅv τῇ ἀρχαίᾳ κωμῳδίᾳ τινὲς ἐντάσσουσι») αρχ. μσν. αναφέρω προφορικώς ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”